αναπατώ

αναπατώ
(I)
(-έω) (Α ἀναπατῶ) [πατῶ]
νεοελλ.
κάνω μικρούς βηματισμούς ανήσυχος
αρχ.
1. στρέφομαι, κινούμαι προς τα πίσω
2. (για άλογα) κάνω πίσω, διστάζω, κολώνω.
————————
(II)
(-έω) [απατώ]
διαφθείρω παρθένα, εκπαρθενεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”